dcsimg

Τυτώ ( Greek, Modern (1453-) )

provided by wikipedia emerging languages

H Τυτώ (-ούς) είναι γλαυκόμορφο πτηνό της οικογενείας των Τυτονιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Tyto alba και περιλαμβάνει 32 υποείδη.[2][3]

Στην Ελλάδα απαντούν τα υποείδη Tyto alba alba, Tyto alba guttata και Tyto alba erlangeri (Κρήτη). [4]

Ονοματολογία

Η λατινική ονομασία του γένους Tyto, έχει ελληνικές ρίζες και πρωτοαναφέρεται από τον Ησύχιο με τη σημασία της λέξης «γλαυξ». Ο σχηματισμός της είναι, πιθανότατα, ηχομιμητικός με το επίθημα -ώ (πρβλ. λεχ-ώ) και εμφανίζει το ίδιο θέμα με τα: λατ. tutubãre (=κλαίω -για κουκουβάγια-), λιθουαν. tũtúoti (=σαλπίζω) κλπ. Ο τύπος των λέξεων που αναφέρονται στον Ησύχιο είναι: «τούτις ὁ κόσσυφος και ταύτασος, ὄρνις ποιός», και έχουν σχηματισθεί με παρόμοιο τρόπο, δηλαδή ηχομιμητικά.[7]

  • Λίγα είναι τα είδη πτηνών παγκοσμίως, με τόσο πολλά συνώνυμα στην αγγλική γλώσσα. Ενδεικτικά αναφέρονται: White Owl, Silver Owl, Demon Owl, Ghost Owl, Death Owl, Night Owl, Rat Owl, Church Owl, Cave Owl, Stone Owl, Monkey-faced Owl, Hissing Owl, Hobgoblin or Hobby Owl, Dobby Owl, White-breasted Owl, Golden Owl, Scritch Owl, Screech Owl, Straw Owl, Barnyard Owl, Delicate Owl κ.α., τα περισσότερα από τα οποία προέκυψαν από τη φωνή, το χρωματισμό ή τα ενδιαιτήματα του πουλιού. Το ίδιο συμβαίνει και με την επίσημη αγγλική ονομασία του, Barn Owl, που σημαίνει «κουκουβάγια των σταύλων»

Συστηματική Ταξινομική

 src=
Γεωγραφική κατανομή του είδους Tyto alba (σημ. στο χάρτη αναφέρεται η ευρύτερη εξάπλωση των υποειδών της τυτούς, χωρίς λεπτομέρειες για τις μεταναστεύσεις ή τις τοπικές μετακινήσεις τους. Επίσης, εκ παραδρομής, δεν περιλαμβάνεται η Αυστραλία)

Το είδος περιγράφηκε από τον Τζιοβάνι Σκόπολι (1723-1788), το 1769, ως Strix alba.[8]

Η τυτώ, όπως συχνά συμβαίνει με όλα τα είδη με παγκόσμια εξάπλωση, εμφανίζει πολλά προβλήματα στη συστηματική ταξινόμησή της, με πολλά υποείδη, ενδημισμούς, γεωγραφικές αλληλοεπικαλύψεις, ενδιάμεσες μορφές κ.ο.κ., γεγονός που διατηρεί μια διαρκή κατάσταση διαφωνιών γύρω από την κατάταξη των διαφόρων taxa του πτηνού. Στο παρόν λήμμα τηρείται η κατά Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003 ταξινομική, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν διαρκείς αλλαγές, που χρήζουν ειδικής βιβλιογραφίας.[2]

Γεωγραφική κατανομή υποειδών

Η τυτώ είναι ένα είδος με ευρεία κατανομή σε όλες τις ηπείρους, αν και σε κάποιες από αυτές (Ασία, Β. Αμερική) λείπει από μεγάλες περιοχές. Απουσιάζει, γενικότερα, από τις υποαρκτικές και ερημικές περιοχές, από τη Β. Ασία, μεγάλο μέρος της Ινδονησίας και από πολλά νησιά του Ειρηνικού. Μπορεί να απαντηθεί σε όλες τις μορφές διαμονής ή/και συνδυασμών τους: επιδημητικό, διαβατικό, καλοκαιρινός ή χειμερινός επισκέπτης, μερικώς μεταναστευτικό με μικρές τοπικές μετακινήσεις, γι’αυτό τα παρεχόμενα στοιχεία είναι -εκτός των περιπτώσεων ενδημισμού- ενδεικτικά.

Πολλά από τα καταχωρημένα υποείδη ποικίλλουν ευρέως σε μέγεθος και χρωματισμούς, υπακούοντας στους νόμους των Μπέργκμαν και Γκλόγκερ, άλλες φορές όμως με απρόβλεπτη εξελικτική διαδικασία.[6]

Πηγές:[13][14][15] (σημ. με έντονα γράμματα τα υποείδη που απαντούν στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά

Το φθινόπωρο, τα νεαρά πουλιά συνήθως μετακινούνται σε ακτίνα 50 χιλιομέτρων από τις περιοχές όπου γεννήθηκαν, αυτή η απόσταση όμως, μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερη. Στη Βάδη-Βυρτεμβέργη, η μελέτη δακτυλιωμένων πτηνών έδειξε για παράδειγμα, μετακίνηση από την ολλανδική ακτή, στη νότια Γαλλία και στην Ισπανία. Πραγματικά μεγάλες μεταναστεύσεις συμβαίνουν κάθε φορά που, υψηλά αποθέματα πληθυσμών των πουλιών, συμπίπτουν με κατάρρευση του πληθυσμού των ποντικιών σε ένα τομέα. Αντίθετα, κατά τα έτη στα οποία τα ποντίκια μιάς περιοχής πολλαπλασιάζονται, τα νεαρά πουλιά μπορεί να εγκατασταθούν σε άμεση γειτνίαση με τους γονείς τους.

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Εσθονία, τη Νορβηγία, τη Φινλανδία, τα Σβάλμπαρντ, το Γιαν Μάγεν και τη Νέα Ζηλανδία.[1]

Στην Ελλάδα, η τυτώ είναι επιδημητική, μένει δηλαδή μόνιμα και φωλιάζει στη βόρεια και κεντρική χώρα, αλλά απαντάται και ως μεταναστευτική και χειμερινή επισκέπτρια στα υπόλοιπα ηπειρωτικά.[5][16][17]

Βιότοπος

Η τυτώ απαντά σε ευρύτατο φάσμα ενδιαιτημάτων, που περιλαμβάνει περιοχές αντίστοιχες με τους οικοτόπους του εκάστοτε υποείδους, εκτός από τα πολύ πυκνά τροπικά δάση, εσωτερικές ερήμους και ορεινές περιοχές. Προτιμάει τα ημι-ανοικτά τοπία, όπως σαβάνες, ημι-ερήμους και στέπες με δένδρα. Στην Ευρώπη, όμως, απαντά σχεδόν αποκλειστικά στα ανοιχτά γεωργικά τοπία που γειτνιάζουν με οικιστικές περιοχές (ιδιαίτερα κωμοπόλεις ή χωριά), χρησιμοποιώντας για την αναπαραγωγή της κυρίως αχυρώνες, στάβλους και καμπαναριά εκκλησιών, ενώ σπάνια χρησιμοποιεί κοιλότητες δέντρων. Συνήθως δεν βρίσκεται σε περιοχές πάνω από τα 2000 μέτρα, αλλά στους τροπικούς μπορεί να φθάσει μέχρι τα 3000 μέτρα. Κατά τη διάρκεια της ανάπαυσης την ημέρα κρύβεται σε διάφορους κρυψώνες σε αχυρώνες, ερείπια, τρύπες δέντρων ή ρωγμές.

Στην Ελλάδα, απαντά σε αγρούς και άλλες ανοικτές περιοχές με διάσπαρτα δένδρα, αγροικίες και παλαιά κτήρια.[5], σταύλους, αχυρώνες και ερείπια.[18]

Μορφολογία

 src=
Τυτώ

Η Τυτώ, είναι ένα πουλί που παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με τις συγγενικές κουκουβάγιες -που ανήκουν σε άλλην οικογένεια- αλλά και αρκετές διαφορές: είναι το μόνο γλαυκόμορφο που εμφανίζει καρδιοειδή δίσκο προσώπου. Επίσης ο μεσαίος και ο εσωτερικός δάκτυλος του ποδιού έχουν το ίδιο μήκος και, το εσωτερικό χείλος του νυχιού του μεσαίου δακτύλου είναι οδοντωτό (διαφορές από την οικογένεια Γλαυκίδες).[19] Ο χρωματισμός της άνω επιφανείας διαφέρει ανάλογα με το υποείδος (σημ. η περιγραφή που δίνεται παρακάτω αφορά στα ευρωπαϊκά υποείδη).

Σε γενικές γραμμές, πρόκειται για μεσαίου μεγέθους γλαυκόμορφο με απαλούς πάλ χρωματισμούς, μακριές πτέρυγες, μακρείς σχεδόν άπτερους ταρσούς και, κοντή τετραγωνισμένη ουρά.

  • Ειδικά, το πρόσωπο της τυτούς, αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση αφού, λόγω σχήματος, διαφορετικού χρώματος από το υπόλοιπο κεφάλι, της έλλειψης ωτικών λοφίων (αντία) και της παρουσίας χαρακτηριστικών πτιλοειδών πτερών πάνω από το ράμφος, που δίνουν την αίσθηση μύτης, έχει δικαίως περιγραφεί ως «επίπεδη αποκριάτικη μάσκα» που έχει φορεθεί αταίριαστα με το υπόλοιπο σώμα. Φυσικά, λόγω του προσώπου της , και μόνο, δεν συγχέεται με οποιοδήποτε άλλο είδος (indistinguishable).[6][20][21]

Το κεφάλι και το πάνω μέρος του σώματος συνήθως κυμαίνονται ανάμεσα σε ένα ελαφρύ καφέ και ένα ανοιχτόχρωμο ή σκούρο γκρι (ειδικά στο μέτωπο και στη ράχη) στα περισσότερα υποείδη. Άλλα άτομα έχουν ωχροχρυσόχρωμη άνω επιφάνεια (Όντρια), ενώ μερικά έχουν πιο πλούσιο βαθύ καφέ χρώμα. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις ξεχωρίζουν οι διάσπαρτες μικρές, λεπτές, ανοικτόφαιες κηλίδες που βρίσκονται σε όλη την άνω επιφάνεια, εκτός από τα ερετικά και πηδαλιώδη φτερά που έχουν χρώμα ανοικτό καφέ με σκουρότερες ραβδώσεις. Το καρδιοειδές πρόσωπο είναι συνήθως λευκό, αλλά σε ορισμένα υποείδη έχει χρώμα καφετί. Η κάτω επιφάνεια, συμπεριλαμβανομένων των φτερών του ταρσομεταταρσίου έχει χρώμα που ποικίλλει από λευκό έως ωχροκίτρινο (Όντρια), ή καφετί-κοκκινωπό ανάλογα με το υποείδος. Είναι είτε «καθαρό», είτε συχνότερα, φέρει μικροσκοπικά μαυροκαστανά στίγματα (speckles) που, η ποσότητά τους διαφέρει επίσης ανάλογα με το υποείδος. Διαπιστώθηκε ότι, τουλάχιστον στους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς, τα θηλυκά που φέρουν κηλίδες είναι υγειέστερα από εκείνα που έχουν λίγες ή καθόλου, πράγμα που δεν ισχύει για τα αρσενικά. Επίσης, ανεξάρτητα από το υποείδος, τα αρσενικά έχουν λιγότερες -ή και καθόλου- κηλίδες από τα αντίστοιχα θηλυκά.[22]

Το ράμφος ποικίλλει από ωχροκίτρινο έως ανοιχτό γκρί ή σκούρο καφετί και, φαίνεται ότι το χρώμα του αντιστοιχεί στο γενικότερο¾ χρώμα του πτερώματος. Οι οφθαλμοί είναι μικροί συγκρινόμενοι με εκείνους των Γλαυκιδών (κουκουβάγιες), ενώ η ίριδα έχει χρώμα καφέ μαυριδερό. Τα δάχτυλα των ποδιών έχουν χρώμα από ροζ έως σκούρο ροζ-γκρι και τα νύχια είναι μαύρα.[6][23]

  • Μήκος σώματος: (33-)35 έως 36(-39)εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (85-)91 έως 93(-95) εκατοστά [17][24]
  • Βάρος: Αρσενικό 290 έως 340 γραμμάρια Θηλυκό 330 έως 460 γραμμάρια[24]

Τροφή

 src=
Κρανίο ενήλικου ατόμου

Η τυτώ τρέφεται κυρίως με μικρά σπονδυλωτά, ιδιαίτερα τρωκτικά, από τα οποία το μεγαλύτερο ποσοστό είναι οικιακά ποντίκια ή χωραφοπόντικες. Μελέτες έχουν δείξει ότι κάθε άτομο μπορεί να φάει ένα (1) ή περισσότερα τρωκτικά ανά νύκτα, ενώ όταν φωλιάζει, οι γονείς μαζί με τους νεοσσούς μπορεί να καταναλώσουν πάνω από 1.000 τρωκτικά ετησίως. Τοπικά άφθονα είδη τρωκτικών, μικρού σχετικά βάρους, συνήθως αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό λείας, ανεξάρτητα αν ανήκουν σε διαφορετικές οικογένειες (συνήθως Muridae, Cricetidae ή Geomyidae). Τα τρωκτικά αυτά, πιθανότατα αποτελούν τουλάχιστον τα ¾ της βιομάζας που καταναλώνεται από κάθε άτομο, με εξαίρεση ορισμένους νησιωτικούς πληθυσμούς.[25]

Ακόμη και στην κεντρική Αυστραλία, το 97% των θηραμάτων αποτελείται από οικιακά ποντίκια που εισήχθησαν στην ήπειρο με τα πλοία, στους τελευταίους αιώνες. Στην Ιρλανδία, η τυχαία εισαγωγή του είδους Myodes glareolus στη δεκαετία του 1950 έχει οδηγήσει σε μια σημαντική στροφή στη διατροφή της Τυτούς, όπου είναι, πλέον, μακράν το θήραμα επιλογής.[26]

Η διατροφή της συμπληρώνεται με ένα ευρύ φάσμα από διάφορα τοπικά μικρά σπονδυλωτά και ασπόνδυλα. Πρακτικά, μία τυτώ θα φάει οτιδήποτε μπορεί να αποτελεί κάτι περισσότερο από μία «χαψιά» (beakful), όπως μικρά ασπόνδυλα που ζυγίζουν λιγότερο από 0,05 γραμμάρια (!), μέχρι πτηνά του δικού της βάρους.

Όταν το θήραμα είναι μικρό, συνήθως κόβεται σε χοντρά κομμάτια και τρώγεται πλήρως, μαζί με τα οστά, ενώ όταν είναι μεγαλύτερο από, περίπου 100 g ή περισσότερο, όπως μικρά κουνέλια, μεγάλα ποντίκια ή αρουραίοι, συνήθως διαμελίζεται και τα μη βρώσιμα μέρη απορρίπτονται. Σε αντίθεση με ό, τι μερικές φορές πιστεύεται, η Τυτώ δεν τρώει κατοικίδια ζώα, τουλάχιστον σε τακτική βάση. Σε παγκόσμιο επίπεδο, διαφορετικά θηράματα εκτός από τα τρωκτικά, καταναλώνονται ανάλογα με τη διαθεσιμότητα. Σε νησιά πλούσια σε πτηνά, κάθε άτομο μπορεί να συμπεριλάβει μέχρι και 15-20% πουλιά στη διατροφή του, ενώ σε ανοικτούς λειμώνες θα καταναλώσει μεγάλη ποσότητα από τερμίτες, ή Ορθόπτερα (Copiphorinae), γρύλους (Stenopelmatidae) ή γνήσια τριζόνια (Gryllidae ). Νυχτερίδες, φρύνοι και σαύρες μπορεί επίσης συνθέτουν ένα μικρό αλλά εμφανές κομμάτι της λείας, ενώ κάποιες μυγαλές (shrews) που, στο κυνήγι για την τυτώ ίσως φαίνονται σαν ποντίκια, μπορεί να είναι δευτερεύουσα λεία μείζονος, ωστόσο, σημασίας.[27]

Πτήση

 src=
Τυτώ εν πτήσει (βραβευμένη φωτογραφία)

Η τυτώ, όπως και τα άλλα Γλαυκόμορφα, χαρακτηρίζεται από την αθόρυβη πτήση της: τα εξωτερικά πρωτεύοντα ερετικά (πτητικά) πτερά της, διαθέτουν μικροσκοπικές κτενοειδείς οδοντώσεις στις ακμές των καλάμων, που «σπάζουν» τη ροή του αέρα εκατέρωθεν των πτερύγων, μειώνοντας την αντίσταση και εξαλείφοντας το θόρυβο. Στο τελευταίο συμμετέχει και ένα παχύ στρώμα από μαλακά καλυπτήρια πτερά (πτίλα), στην άνω επιφάνεια των πτερύγων.

Κατά τα άλλα, διακρίνεται από τις γνήσιες κουκουβάγιες, από την τετραγωνισμένη ουρά, την κυματοειδή (wavering), άκοπη κίνηση και τους μακρείς ταρσούς που κρέμονται όταν πετάει.

Κυνήγι

Η τυτώ είναι, γενικά, νυκτόβιο είδος όπως και οι γνήσιες κουκουβάγιες, μπορεί όμως να δραστηριοποιηθεί λίγο πριν το σούρουπο και, κάποιες φορές μπορεί να παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια της ημέρας, να πετάει προσπαθώντας να αλλάξει κάποιο ανεπιθύμητο πόστο κουρνιάσματος. Κατά την περίοδο φωλιάσματος και όταν επικρατούν κακές καιρικές συνθήκες, η καθημερινή χρονική περίοδος κυνηγιού μπορεί να παραταθεί σημαντικά.

Η τυτώ προτιμάει να κυνηγά στα όρια των ανοικτών μεγάλων εκτάσεων (λιβάδια, αγροί) με τα δάση (δασοόρια). Πετάει χαμηλά και σχετικά αργά πάνω από το έδαφος, εποπτεύοντας το χώρο για σημεία που, πιθανόν, κρύβουν θηράματα. Πιο σπάνια, μπορεί να χρησιμοποιεί κάποια υψηλότερα πόστα (στύλους, φράχτες), ως σημεία ενέδρας. Μελέτες έχουν δείξει ότι χρησιμοποιεί τους ίδιους εναέριους «διαδρόμους» για το καθημερινό της κυνήγι σε μία συγκεκριμένη περιοχή.

 src=
Λεπτομέρεια προσώπου
  • Έχει εξαιρετικά οξεία ακοή, στην οποία συμβάλλει ο επίπεδος δίσκος του προσώπου της, ο οποίος λειτουργεί σαν δορυφορικό πιάτο επιλογής (sic), λαμβάνοντας σήματα από την κατεύθυνση που το στρέφει ενώ, ταυτόχρονα, λειτουργεί ως ασπίδα για άλλους, αδιάφορους ήχους. Τα αυτιά της είναι τοποθετημένα ασυμμετρικά στο κεφάλι, και της δίνουν «στερεοφωνική» αντίληψη της πηγής και της απόστασης των ήχων, γεγονός που πρακτικά σημαίνει ότι δεν χρειάζεται καθόλου να βλέπει, κυνηγώντας άνετα μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Βέβαια, όταν κυνηγάει όσο υπάρχει ακόμη φως, χρησιμοποιεί και την όρασή της.

Μόλις αντιληφθεί κάποιον ήχο, ορμάει ταχύτατα και κατευθύνεται με ακρίβεια εκατοστού στο στόχο, βυθίζοντας τα νύχια της βαθιά στη λεία, ακόμη και άν βρίσκεται κάτω από το χώμα, τη βλάστηση ή κάτω από παχύ στρώμα χιονιού. Πρακτικά, όταν ένα τρωκτικό προδώσει τη θέση του, δεν έχει καμία ελπίδα διαφυγής.

Σε σύγκριση με άλλα Γλαυκόμορφα παρομοίου μεγέθους, διαθέτει αρκετά υψηλότερο μεταβολικό ρυθμό, γεγονός που την υποχρεώνει σε μεγάλη κατανάλωση τροφής. Πρακτικά, καταναλώνει περισσότερα τρωκτικά σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα από ό, τι, ενδεχομένως, κάθε άλλο πλάσμα. Αυτό καθιστά την τυτώ ένα από τα πιο πολύτιμα άγρια ζώα για τους αγρότες, πολλοί από τους οποίους, μάλιστα, τις βρίσκουν πολύ πιο αποτελεσματικές και «οικολογικές» από τα δηλητήρια που χρησιμοποιούνται κατά των τρωκτικών και, ενθαρρύνουν την παρουσία τους κατασκευάζοντας διόδους για φωλιές (βλ. Κουλτούρα).[28]

Ηθολογία

Η τυτώ περνάει τη μέρα της σε προστατευμένους από οχλήσεις χώρους κουρνιάσματος, όπου κάθεται ακίνητη και μισοκοιμισμένη. Επιπροσθέτως, αυτοί οι χώροι πρέπει να είναι σκοτεινοί και να παρέχουν προστασία από τις καιρικές συνθήκες. Ανάλογα με το υποείδος και το φυσικό περιβάλλον, μπορεί να είναι ένας παλιός αχυρώνας, ένα κοίλο δέντρο, κάποια προστατευμένη πλαγιά ή μία σπηλιά. Τα πουλιά στέκονται σε όρθια θέση πάνω σε χοντρά κλαδιά ή πέτρινες επιφάνειες, συχνά με κάποια διέξοδο διαφυγής προς την κατεύθυνση της πτήσης, όταν παραστεί ανάγκη. Κατά την περίοδο της ερωτοτροπίας και της αναπαραγωγής, οι δύο γονείς συνήθως κάθονται κοντά μεταξύ τους, σε ένα σημείο κοντά στη φωλιά. Μετά την ωοτοκία, τα αρσενικά αναζητούν κάποιο άλλο μέρος, σε κάποια απόσταση από τη φωλιά.

 src=
Τυτώ με τη λεία της

Πριν από την έναρξη του καθημερινού βραδινού κυνηγιού, τα πουλιά δραστηριοποιούνται κουνώντας το σώμα τους και «τεντώνοντάς» το. Στη συνέχεια, εκτελούν σωματικό «καθαρισμό» με τη βοήθεια ενός ιδιαίτερα διαμορφωμένου νυχιού στον μεσαίο δάκτυλο (βλ. Μορφολογία). Το πτέρωμα λιπαίνεται με τη βοήθεια του ράμφους, μέσω της έκκρισης ενός αδένα κάτω από τα φτερά. Μάλιστα, κατά την περίοδο του ζευγαρώματος, εκτελούνται επίσης αμοιβαίοι «αλληλοκαθαρισμοί», ιδιαίτερα στην περιοχή του προσώπου, το κεφάλι και το λαιμό. Τέλος, έχουν παρατηρηθεί να κάνουν τακτικά «ντους» (sic) με νερό κάποιας πηγής ή όταν βρέχει, ιδιαίτερα τις πρωινές ώρες.

Η συμπεριφορά τους απέναντι στους θηρευτές τους (βλ. Θηρευτές), συνίσταται κατά κύριο λόγο στην ενδελεχή αποφυγή αντιμετώπισής τους. Άλλωστε, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της ημέρας, τα πουλιά είναι συνήθως καλά κρυμμένα και καμουφλαρισμένα, σε όρθια θέση ηρεμίας. Ωστόσο, σε περίπτωση εμπλοκής, τρέχουν να κρυφτούν σε διαφορετικές θέσεις, ενώ σε ακραίες περιπτώσεις, τρέχοντας να διαφύγουν μπορεί να «πασπαλίσουν» τον εχθρό με εκκρίσεις από τα περιττώματα τους. Τα νεαρά πτηνά και τα ανήμπορα ενήλικα που δεν μπορούν να διαφύγουν, επιχειρούν να «απειλήσουν» τον αντίπαλο, υιοθετώντας μία στάση με ανοιγμένα φτερά και το σώμα λυγισμένο προς τα εμπρός, ενώ εκπέμπουν δυνατές κραυγές και κάνουν προσομοίωση επιθέσεων. Σε περίπτωση, όμως, σωματικής εμπλοκής, μπορούν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους κυρίως χτυπώντας με τα νύχια τους, ενώ σπάνια χρησιμοποιούν το ράμφος τους.

Τέλος, έχουν την περίεργη συνήθεια να χαμηλώνουν το κεφάλι τους και να το κινούν μπρος και πίσω.[29]

Ζωτικός χώρος

Τα ενήλικα άτομα είναι ως επί το πλείστον μοναχικά και, με εξαίρεση την περίοδο του φλερτ και του ζευγαρώματος -όπως περιγράφεται παραπάνω-, σπάνια βρίσκονται κοντά το ένα στο άλλο. Ωστόσο, η εδαφική συμπεριφορά της Τυτούς δεν είναι πολύ έντονη, οπότε μπορούν να παρατηρηθούν συχνά διάφορα ζώα ή αναπαραγωγικά ζευγάρια σε σχετικά κοντινή απόσταση. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, τα αρσενικά ανέχονται ακόμη και άτομα του φύλου τους στη δική τους περιοχή. Όμως, ειδικά κατά τις περιόδους αναπαραγωγής, τα αρσενικά υπερασπίζονται το ζωτικό τους χώρο με αυξημένη αμυντική ετοιμότητα, παρακολουθώντας τους τυχόν εισβολείς και εκδηλώνοντας επιθέσεις. Παρ 'όλα αυτά, οι κυνηγετικές περιοχές γειτονικών ζευγών αναπαραγωγής συχνά μπορεί να αλληλοεπικαλύπτονται σε μεγάλο εύρος.

Φωνή

Η τυτώ αρθρώνει διάφορα καλέσματα και ήχους, από τους οποίους ο πλέον χαρακτηριστικός είναι ένας ανοδικός σε συχνότητα (frequency) τόνος, ήπιος στην αρχή αλλά με συνεχή ενδυνάμωση προς το τέλος και, κατάληξη σε έναν δυνατό, οξύτατο ήχο, που για όσους είχαν την εμπειρία να τον ακούσουν από κοντά, έχει περιγραφεί ως «τρομακτική στριγγλιά, που παγώνει το αίμα».[30][31]

Βγάζει επίσης όταν βρίσκεται στη φωλιά, ένα συριστικό ήχο (hisss) σαν του φιδιού, έναν ήχο που μοιάζει με ελαφρύ ροχαλητό καί τέλος, έναν ήχο που μοιάζει με γάβγισμα.[24][29][31] Τέλος, αντίθετα με ό, τι πιστεύεται, η τυτώ δεν χουχουρίζει, όπως κάνουν οι περισσότερες γνήσιες κουκουβάγιες.[29]

Αναπαραγωγή

 src=
Τυτώ (κοιλιακή όψη)

Στις εύκρατες περιοχές, η περίοδος αναπαραγωγής ξεκινάει συνήθως στα τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου, αλλά κάποιες φορές πολύ νωρίς μέσα στο Φεβρουάριο.[32] Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, ιδιαίτερα εκτός Ευρώπης, η αναπαραγωγή ακολουθεί τα αποθέματα τροφής, οπότε μπορεί να παραταθεί για αρκετούς μήνες ή και να πραγματοποιείται καθ' όλη τη διάρκεια του έτους. Αυτός είναι και ο λόγος που, ακόμη και στις ψυχρότερες περιοχές, η εναπόθεση αυγών πραγματοποιείται δύο ή και τρεις φορές σε κάθε περίοδο φωλιάσματος. Εάν, όμως, τα αποθέματα τροφής πέσουν κάτω από ένα 60% των συνήθως υπαρχόντων, τότε η αναπαραγωγή δεν πραγματοποιείται.[33]

Η φωλιά κατασκευάζεται σε ένα ευρύ φάσμα θέσεων, όπως σε κουφάλες δένδρων, κτήρια όλων των τύπων, κοιλότητες βράχων, γκρεμούς, λατομεία, κωδωνοστάσια, αχυρώνες, στάβλους κοκ. Δεν χρησιμοποιείται κάποιο ιδιαίτερο υλικό κατασκευής, αλλά η ίδια η κοιλότητα της θέσης, επιστρωμένη ελαφρά με υλικό εξέμεσης (pellets) του ίδιου του πουλιού.[32]

Η γέννα αποτελείται από 4-7, κάποιες φορές από 2-12 αυγά, με τον αριθμό τους να ποικίλει σημαντικά ανάλογα με το υποείδος και την επικράτεια. Η εναπόθεση γίνεται ανά δύο ημέρες, κάποιες φορές περισσότερο. Η επώαση αρχίζει από το πρώτο αυγό, πραγματοποιείται από το θηλυκό και διαρκεί 27-34 ημέρες. Το αρσενικό εφοδιάζει με τροφή, αλλά ενώ το θηλυκό επωάζει, προσπαθεί πολύ συχνά να προσελκύσει περισσότερα θηλυκά και να ζευγαρώσει μαζί τους (Πολυγυνία). Ζευγαρώματα ενός θηλυκού με περισσότερα αρσενικά (Πολυανδρία) είναι επίσης δυνατή, αλλά σπάνια.

Οι νεοσσοί είναι ανισομεγέθεις, λόγω διαφοράς στην εκκόλαψη, φωλεόφιλοι και ανοίγουν τα μάτια τους την όγδοη ημέρα, περίπου. Επιτηρούνται και σιτίζονται και από τους δύο γονείς, αποκτούν απευθείας το πτέρωμα των ενηλίκων μεταξύ τρίτης και εβδόμης εβδομάδας, έχουν την ικανότητα πετάγματος στις 60 ημέρες, ενώ αναξαρτητοποιούνται στις 10 εβδομάδες, περίπου.[32]

Στην Ελλάδα, η τυτώ δεν είναι σπάνια και φωλιάζει, ως επιδημητική, στη βόρεια και κεντρική χώρα, αλλά απαντά και ως μεταναστευτική και χειμερινή επισκέπτρια στα υπόλοιπα ηπειρωτικά.[5][16][18]

 src=
Τυτώ

Προσδόκιμο ζωής και θηρευτές

Ασυνήθιστο για ένα σαρκοφάγο πτηνό αυτού του μεγέθους, είναι το γεγονός ότι, τα περισσότερα άτομα καταφέρνουν να αναπαράγονται μόνο μία φορά στη ζωή τους, ενώ πέφτουν θύματα άλλων αρπακτικών ή οδικών ατυχημάτων προτού φθάσουν σε ηλικία δύο ετών. Ωστόσο, ενώ τα άγρια άτομα είναι αναμφισβήτητα βραχύβια, η πραγματική διάρκεια ζωής του είδους είναι πολύ μεγαλύτερη - σε αιχμαλωσία μπορεί να φτάσει τα 20 χρόνια ή και περισσότερο. Σπάνια ένα άγριο πουλί φθάνει σε προχωρημένη ηλικία, όπως περίπου 12 χρόνια ή και περισσότερο, ενώ μία Τυτώ σε αιχμαλωσία στην Αγγλία έζησε 25 χρόνια. Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις στατιστικές, ο μέσος όρος ζωής του πουλιού είναι περίπου 4 χρόνια, και στατιστικά τα ¾ του συνόλου των ενηλίκων επιβιώνουν από το ένα έτος στο επόμενο. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, η θνησιμότητα δεν είναι ομοιόμορφα κατανεμημένη σε όλη τη ζωή των πουλιών, και μόνο ένα νεαρό στα τρία καταφέρνει να ζει στην πρώτη περίοδο αναπαραγωγής του.[34][35]

Στους θηρευτές της περιλαμβάνονται παγκοσμίως τα μεγάλα οπόσουμ (Didelphis), το κοινό ρακούν (Procyon lotor) και παρόμοια σαρκοφάγα θηλαστικά, καθώς και μεγάλα αρπακτικά πτηνά, όπως γεράκια, αετοί, γνήσιες κουκουβάγιες (Bubo virginianus, B. bubo) και άλλα. Μερικά άτομα μπορούν, επίσης, να πέσουν θύματα μεγάλων φιδιών, αλλά η μεγαλύτερη απειλή είναι οι άνθρωποι και τα κατοικίδια ζώα, ιδίως οι οικιακές ή άγριες γάτες.[36]

 src=
Τυτώ στον Αίνο

Κατάσταση πληθυσμού

Παρόλο που η τυτώ ενδέχεται να ευνοήθηκε από την εξάπλωση της ανθρώπινης δραστηριότητας,[18] έχει γίνει πολύ λιγότερο κοινή στην κεντρική Ευρώπη, τις τελευταίες δεκαετίες. Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στην εντατικοποίηση της χρήσης γης στην πρόσφατη ιστορία, εκεί όπου βρίσκονται τα ενδιαιτήματα και οι θέσεις αναπαραγωγής των πουλιών, που επηρεάζονται δυσμενώς ή έχουν καταστραφεί. Ειδικότερα, οι σύγχρονες αροτρικές καλλιέργειες, περιορίζοντας άμεσα τους πληθυσμούς των τρωκτικών, περιορίζει επίσης έμμεσα τα ίδια τα πουλιά: στις μεθόδους καλλιέργειας που χρησιμοποιούνται σήμερα, το άχυρο αποβάλλεται πολύ σύντομα μετά τη συγκομιδή από τα χωράφια και οι μεγάλοι πληθυσμοί αρουραίων δεν μπορούν να επιβιώσουν υπό αυτές τις συνθήκες.

Η οικιστική πολιτική με νέα συγκροτήματα κατοικιών στις παρυφές των πόλεων οδήγησε επίσης στον αφανισμό των αχυρώνων, που είναι από τους βασικούς οικοτόπους του είδους. Επίσης, τοπικά ενδιαιτήματα με περιβόλια, αγροκτήματα, κήπους και φράκτες, τα οποία αντιπροσώπευαν μια ομαλή μετάβαση προς τις αστικές περιοχές, βρίσκονται μόνο σπάνια σήμερα. Τα περισσότερα νέα συγκροτήματα κατοικιών που συνορεύουν άμεσα με ανοικτές εκτάσεις δεν είναι πλέον αποικίσιμα, ακόμη και όταν παρέχουν επαρκή αριθμό τόπων αναπαραγωγής. Σε μια μελέτη από το Ινστιτούτο για την Οικολογία και την Βιολογία της Διατήρησης του 1987, που πραγματοποιήθηκε στο Baden-Württemberg, περιοχές όπως η κεντρική κοιλάδα Neckar, η περιοχή του Esslingen / Plochingen / Stuttgart, η μητροπολιτική περιοχή γύρω από την πόλη του Ludwigsburg και αλλού, δεν μπορούσαν πλέον να χαρακτηριστούν ως κατάλληλες για τα πουλιά.

Η παλαιά συνήθεια κατασκευής φωλιών σε ανθρωπογενές περιβάλλον, μεταξύ άλλων, σε αχυρώνες, στάβλους και καμπαναριά, δεν υφίσταται πλέον στα σύγχρονα κτίρια σταυλισμού με την εξάλειψη των παραδοσιακών οπών (βλ. Κουλτούρα). Οι ανακαινίσεις οδήγησαν στην κατεδάφιση παλαιών κτιρίων με φωλιές και, ως εκ τούτου, δεν είναι πλέον διαθέσιμες. Μια μελέτη από 390 δήμους στη Βάδη-Βυρτεμβέργη (Baden-Württemberg) δείχνει ότι κατά την περίοδο 1947-1982, το 72% των κοινοτήτων ανοικοδόμησαν τους εκκλησιαστικούς πύργους τους, έτσι ώστε δεν ήταν πλέον διαθέσιμοι για τα πτηνά.

Παρά τους παράγοντες κινδύνου, οι πληθυσμοί του είδους στην Ευρώπη είναι γενικά σταθεροί, με τάσεις ελάχιστα μειωτικές, γι’αυτό η IUCN έχει χαρακτηρίσει το είδος ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) [1]

Ωστόσο, η τυτώ είναι από τα είδη που θα επηρεαστούν από την κλιματική αλλαγή. Μια ερευνητική ομάδα, που ανατέθηκε από την Υπηρεσία Περιβάλλοντος του Ηνωμένου Βασιλείου και της Βασιλικής Εταιρείας για την Προστασία των Πτηνών εξέτασε την μελλοντική ανάπτυξη της ευρωπαϊκής κατανομής αναπαραγωγής των πτηνών με βάση κλιματικά μοντέλα και, υποθέτει ότι μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα, η εξάπλωση του είδους θα επεκταθεί σημαντικά προς τα βορειοανατολικά. Οι πιθανές νέες περιοχές κατανομής του περιλαμβάνουν τα νότια τμήματα της Φιννοσκανδιναβίας και την Ισλανδία. Επιπροσθέτως, με αυτές τις προβλέψεις, σε μεγάλα τμήματα της σημερινής νότιας ευρωπαϊκής κατανομής των ειδών δεν θα παρέχονται πιο κατάλληλα ενδιαιτήματα.[37]

 src=
Αχυρώνας με τη χαρακτηριστική είσοδο για τα πτηνά

Κουλτούρα

Ως αποκλειστικοί κυνηγοί των ποντικιών και αρουραίων, τα πουλιά αυτά είχαν ευρέως εκτιμηθεί από τους αγρότες στην Ευρώπη. Μάλιστα, σε πολλές χώρες έχουν κατασκευαστεί παραδοσιακοί αχυρώνες και στάβλοι, με ειδικές πόρτες ή τρύπες (Uhlen τρύπα ή Uhlenflucht) που παρέχουν στα πουλιά πρόσβαση σε κατάλληλες θέσεις φωλιάσματος.

Ωστόσο, το παρουσιαστικό της τυτούς και κυρίως η φωνή της, την έχουν συνδέσει επίσης, με πολλές προλήψεις. Ένα πουλί καρφωμένο στην πόρτα απέτρεπε την καταστροφή του αγροκτήματος και το προστάτευε από κεραυνούς και φωτιά. Η φωνή της ήταν προάγγελος θανάτου σε ορισμένες περιοχές, ενώ σε άλλες προανήγγειλε, αντίθετα, μία επικείμενη γέννηση.

Η υψηλή αίσθηση ακοής του πτηνού, σε συνδυασμό με το ακριβές σύστημα εντοπισμού θέσης του ήχου, χρησιμοποιείται στην έρευνα ως ένα σύστημα -μοντέλο για κατευθυντική ακοή.[38].

Η τυτώ ήταν το 1977 στη Γερμανία το «Πτηνό της Χρονιάς». Επιπλέον, αποτελεί το έμβλημα του Πανεπιστημίου του Σάαρ (Saarland).

Άλλες ονομασίες

Στον ελλαδικό χώρο η Τυτώ απαντά και με τις ονομασίες Χαροπούλι, Ανθρωποπούλι, Κλαψοπούλι, Στριγγλοπούλι, Νεκροπούλι, Πεπλόγλαυκα, Μπαρμπαγιάννης, Ζαρί (Κρήτη) [39] και Χουχουλόγεωργας (Αρκαδία).

Σημειώσεις

i. ^ Συμπεριλαμβάνει και τα T. a. hostilis, T. a. kirchhoffi, T. a. kleinschmidti, T. a. pusillus

ii. ^ Συμπεριλαμβάνει και το T. a. stictica

iii. ^ Συμπεριλαμβάνει και τα T. a. interposita, T. a. bellonae, T. a. everetti, T. a. kuehni, T. a. lifuensis, T. a. lulu

iv. ^ Nησιά Τιμόρ, Σάβου, Γιάκο, Βέταρ, Κισάρ, Τανιμπάρ, πιθανόν Ρότε

v. ^ Νέα Καληδονία, Νήσοι Λουαγιοτέ

vi. ^ Nησιά Ανεΐτιουμ, Ερομάνγκο, Τάνα

vii. ^ Nησιά Φίτζι, Ροτούμα, Νιούε, Σαμόα, Τόνγκα, Ουαλίς και Φουτουνά

viii. ^ Nησιά Μπουγκαινβίλ, Λόνγκ Άιλαντ, Νισάν, Μπούκα, ίσως Νέα Ιρλανδία και Β Νέα Βρετανία

ix. ^ Συμπεριλαμβάνει και το T. a. microsticta

x. ^ Συμπεριλαμβάνει και το T. a. rhenana

xi. ^ Νησιά Σελαγιάρ (Αρχιπέλαγος Αλόρ, Καλάο, Ταναχγιαμπέα, Καλαοτόα)

Παραπομπές

  1. 1,0 1,1 1,2 BirdLife International (2012). Tyto alba στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 29 Μαρτίου 2014.
  2. 2,0 2,1 Howard and Moore, p. 218-9
  3. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt
  4. Howard and Moore, p. 218
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 Όντρια, σ. 136
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 Bruce
  7. Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 58, σ. 479
  8. http://ibc.lynxeds.com/species/common-barn-owl-tyto-alba
  9. Krabbe et al
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 König & Weick
  11. Olson et al
  12. OwlPages (2006)
  13. Howard and Moore, p. 756-7
  14. BirdLife International and NatureServe (2012). «Tyto alba: Χάρτης γεωγραφικής κατανομής». IUCN. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2014.
  15. Αγγλική και Γερμανική Βικιπαίδεια
  16. 16,0 16,1 Κόκκινο Βιβλίο, σ. 156
  17. 17,0 17,1 Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 193
  18. 18,0 18,1 18,2 Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 136
  19. Όντρια, σ. 135
  20. Svensson et al
  21. Owl pages
  22. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 7 Νοεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 2 Ιουλίου 2013.
  23. Mátics& Hoffmann
  24. 24,0 24,1 24,2 Perrins, p. 138
  25. Ehrlich et al
  26. Kelleher et al
  27. Traylor & Parelius
  28. UF
  29. 29,0 29,1 29,2 Bruun, p. 176
  30. ΕΔΑΣΑ, εθελοντική δασοπροστασία
  31. 31,0 31,1 Heinzel et al, p. 212
  32. 32,0 32,1 32,2 Harrison, p. 199
  33. Bezzel
  34. BTO
  35. Owl Pages
  36. Marti et al
  37. Huntley et al
  38. Charles Day (2001): Researchers uncover the neural details of how Barn Owls locate sound sources
  39. Απαλοδήμος, σ. 38

Πηγές

  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Collin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 35 , λήμμα «Κουκουβάγια»
  • Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια, Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Γ. Χανδρινού-Α. Δημητρόπουλου, Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, εκδόσεις Ευσταθιάδη, Αθήνα, 1982.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
  • British Trust for Ornithology (BTO) (2009): BirdFacts – Barn Owl. Version of 2009-JUN-25. Retrieved 2009-OCT-31*Bruce, M.D. (1999): Family Tytonidae (Barn-owls). In: del Hoyo, J.; Elliott, A. & Sargatal, J. (eds): Handbook of Birds of the World (Vol.5: Barn-owls to Hummingbirds): 34-75, plates 1-3. Lynx Edicions, Barcelona. ISBN 84-87334-25-3
  • Claus König, Friedhelm Weick: Owls of the World. Christopher Helm, London 2008, ISBN 978-0-7136-6548-2
  • Ehrlich, Paul R.; Dobkin, David S.; Wheye, Darryl & Pimm, Stuart L. (1994): The Birdwatcher's Handbook: A Guide to the Natural History of the Birds of Britain and Europe. Oxford University Press. ISBN 0-19-858407-5
  • Einhard Bezzel: Vögel. BLV Verlagsgesellschaft, München 1996, ISBN 3-405-14736-0, S. 305
  • Brian Huntley, Rhys E. Green, Yvonne C. Collingham, Stephen G. Willis: A Climatic Atlas of European Breeding Birds, Durham University, The RSPB and Lynx Editions, Barcelona 2007, ISBN 978-84-96553-14-9, S. 249
  • Kelleher, Oliver and Sleeman Irish Birds Volume 9 (2011)
  • Krabbe, Niels; Flórez, Pablo; Suárez, Gustavo; Castaño, José; Arango, Juan David & Duque, Arley (2006) The birds of Páramo de Frontino, western Andes of Colombia. Ornitología Colombiana 4: 39–50 [English with Spanish abstract]. PDF fulltext
  • Marti, Carl D.; Poole, Alan F. & Bevier, L. R. (2005): Barn Owl (Tyto alba) The Birds of North America Online (A. Poole, Ed.). Ithaca: Cornell Lab of Ornithology; HTML full text (subscription required)
  • Mátics, Róbert & Hoffmann, Gyula (2002): Location of the transition zone of the Barn Owl subspecies Tyto alba alba and Tyto alba guttata (Strigiformes: Tytonidae). Acta Zoologica Cracoviensia 45(2): 245-250. PDF full text
  • Olson, Storrs L.; James, Helen F. & Meister, Charles A. (1981): Winter field notes and specimen weights of Cayman Island Birds. Bull. B.O.C. 101(3): 339-346. PDF full text
  • OwlPages (2006): Common Barn Owl. Version of 2006-JUL-07. Retrieved 2009-OCT-31.
  • Svensson, Lars; Zetterström, Dan; Mullarney, Killian & Grant, Peter J. (1999): Collins Bird Guide. Harper & Collins, London. ISBN 0-00-219728-6
  • Traylor, Melvin A. & Parelius, Daniel (1967): A Collection of Birds from the Ivory Coast. Fieldiana Zool. 51(7): 91-117. Full text at the Internet Archive
  • University of Florida (UF) (1999): Spooky Owl Provides Natural Rodent Control For Farmers. Version of 1999-OCT-28. Retrieved 2008-OCT-03.
license
cc-by-sa-3.0
copyright
Συγγραφείς και συντάκτες της Wikipedia

Τυτώ: Brief Summary ( Greek, Modern (1453-) )

provided by wikipedia emerging languages

H Τυτώ (-ούς) είναι γλαυκόμορφο πτηνό της οικογενείας των Τυτονιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Tyto alba και περιλαμβάνει 32 υποείδη.

Στην Ελλάδα απαντούν τα υποείδη Tyto alba alba, Tyto alba guttata και Tyto alba erlangeri (Κρήτη).

Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, η τυτώ δεν είναι κουκουβάγια με την αυστηρή έννοια (sensu stricto) του όρου (οικογένεια Γλαυκίδες (Strigidae)), αλλά αποτελεί ένα ιδιαίτερο γλαυκόμορφο πτηνό (οικογένεια Τυτονίδες (Tytonidae)), που ανήκει στην ομάδα με τη γενική -και εν πολλοίς τεχνητή- ονομασία πεπλόγλαυκες. Αποτελεί το πλέον διαδεδομένο γλαυκόμορφο παγκοσμίως, με ευρύτατη εξάπλωση σε όλες τις ηπείρους (αν και όχι σε όλη την έκτασή τους), πολλά υποείδη και ανάλογα ταξινομικά προβλήματα (βλ. Συστηματική Ταξινομική).
license
cc-by-sa-3.0
copyright
Συγγραφείς και συντάκτες της Wikipedia