Ta billey plaaney çheet er biljyn 'sy ghenus (Platanus). T'ad dooghyssagh da'n Lieh-chruinney Hwoaie as cummal ayns curree dy cadjin. T'adsyn olteynyn ynrican t'er mayrn jeh'n chynney Platanaceae. Ta'n crosh-sheelragh Platanus × hispanica jeen er lheh noi çhirmid.
T'ad gaase wheesh as 50m er yrjid. Ta roost crottylagh oc, liorish scaillaghey dy aashagh. Ta duillagyn un-duillagagh oc. T'ad duillageenagh er lhimmey jeh Platanus kerrii. Er lhimmey jeh P. Kerrii t'ad yn-lhoamey. Ta blaaghyn beggey ayns dhossan oc: ta mysh 3-7 seepalyn kianglt ec y un, as ta 3-7 petyllyn oc. Ta biljyn plaaney monoecious (blaaghyn bwoirrinagh as firrinagh er lheh er y villey cheddin). T'ad goll er pollnaghey ec y gheay, as ta blaaghyn firrinagh tuittym erreish daue ceau y pollin oc. Ta ny blaaghyn bwoirrinagh çheet dy ve acheneyn ayns dhossan dy ymmodee keead. Ta dagh achene cughlinagh as ta un rass ayn. Ta tappag caulgagh oc cur cooney daue skeaylley er y gheay.
Ta billey plaaney çheet er biljyn 'sy ghenus (Platanus). T'ad dooghyssagh da'n Lieh-chruinney Hwoaie as cummal ayns curree dy cadjin. T'adsyn olteynyn ynrican t'er mayrn jeh'n chynney Platanaceae. Ta'n crosh-sheelragh Platanus × hispanica jeen er lheh noi çhirmid.
Chinor (Platanus) — chinordoshlar oilasiga mansub barg toʻkuvchi oʻsimliklar turkumi; 10 turi maʼlum. Shim. Amerika (Kanadadan Meksikagacha), Jan. Sharqiy Yevropa va Oʻrta dengizboʻyi mamlakatlaridan Hindixitoygacha boʻlgan hududda tarqalgan. Kavkaz, Qrim, Oʻrta Osiyoda sharq chinori (P.orientalis), Jan. Ukraina, Qora dengiz sohillari, shuningdek, Oʻrta Osiyoda Shim. Amerikadan keltirilgan gʻarb chinori (P.occudentalis) turlari oʻstiriladi. Sharq Ch.i yovvoyi holda oʻsadi. Shoxshabbasi qalin, boʻyi baland (50 m gacha), tanasi baquvvat (aylanasi 18 m gacha), silindrsimon, poʻstlogʻi sargʻishoq. Oʻzbekistonda manzarali Ch.ning har ikki turi oʻsadi. Novdalari va barglari yoshligida tukli, keyinchalik tuklari toʻkilib ketadi. Barglari yirik, asosan, 3 (baʼzan 7) boʻlmali. Mevasi dumaloq, dagʻal tukli yongʻoqcha, diametri 1,5 sm, meva bandida 2—5 tadan oʻrnashgan, uzoq vaqt toʻkilmaydi. Apr.da gullab, mevasi may—sentabr da yetiladi. Ch., ayniqsa, yoshligida tez oʻsadi. Qulay sharoitda 2000 yil va undan ham koʻproq yashaydi. Egey dengizidagi Krit o.da tanasi aylanasi 18 m boʻlgan 2300 yillik Ch.lar bor. Surxondaryo, Namangan va Samarqand viloyatlarida 600—800 yoshli Ch.lar uchraydi.
CH. urugini ekib, qalamchasidan va ildiz bachkilaridan koʻpaytiriladi. Ch.ning yogʻochi yengil, pishiq, mebel sanoatida qadrlanadi. Uning yogʻochidan oʻzbek meʼmorligida qadimdan foydalanib kelingan.
Plataanen (Platanus, faan ualgriichisk πλάτανος plátanos) san det iansagst plaantenskööl uun det famile faan a Plataanenplaanten (Platanaceae). Jo lewe miast üüb a nuurdelk eerdheleft uun miatag kliima.
Uun Madeleuroopa schocht am föl det Platanus × acerifolia. Hat as am 1650 iinkrüsagt wurden faan Platanus occidentalis mä Platanus orientalis.
P. gentryi – P. kerrii – P. mexicana – P. occidentalis – P. orientalis – P. racemosa – P. rzedowskii – P. wrightii
P. × acerifolia = P. × hispanica = P. × hybrida (aalern: P. occidentalis × P. orientalis)
Plataanen (Platanus, faan ualgriichisk πλάτανος plátanos) san det iansagst plaantenskööl uun det famile faan a Plataanenplaanten (Platanaceae). Jo lewe miast üüb a nuurdelk eerdheleft uun miatag kliima.
Uun Madeleuroopa schocht am föl det Platanus × acerifolia. Hat as am 1650 iinkrüsagt wurden faan Platanus occidentalis mä Platanus orientalis.
Platanus es un genre d'arbres, las platanas, de la familha dels Platanaceae dins laquela dintra una desena d'espècias. La mai comuna es un ibrid, la platana comuna, grandament utilizada coma arbre d'alinhament per ornar las plaças e las carrièras.
Etimologia : del grèc Πλατανος (platanos), de platus, larg.
Rrapi (lat. Platanus) është një dru i lartë me trung të trashë, me degë të gjera, me gjethe të mëdha në trajtë pëllëmbe, që bën lëndë të vogla me gjemba të imët përsipër. Rrapi paraqet një familje të pavarur të grupit Platanaceae. [1] Atdheu i kësaj gjinie është Amerika e Veriut: në jug dhe jugperëndim të Shteteve të Bashkuara, Meksika, Guatemala, dhe në Evropë, Gadishulli Ballkanik duke përfshirë Shqipërinë, Kosovën, Maqedoninë, Greqinë, Bullgarinë dhe Kroacinë. Rrapi mund të rritet deri në 50 metra në lartësi. Këto pemë mund të jetojnë për një kohë të gjatë, janë rezistente ndaj ndotjes, kështu që shpesh mbjellen në qytete përgjatë rrugëve si dhe në parqe. [2] [3]
Llojet më të njohura të rrapit janë:[4]
Rrapi (lat. Platanus) është një dru i lartë me trung të trashë, me degë të gjera, me gjethe të mëdha në trajtë pëllëmbe, që bën lëndë të vogla me gjemba të imët përsipër. Rrapi paraqet një familje të pavarur të grupit Platanaceae. Atdheu i kësaj gjinie është Amerika e Veriut: në jug dhe jugperëndim të Shteteve të Bashkuara, Meksika, Guatemala, dhe në Evropë, Gadishulli Ballkanik duke përfshirë Shqipërinë, Kosovën, Maqedoninë, Greqinë, Bullgarinë dhe Kroacinë. Rrapi mund të rritet deri në 50 metra në lartësi. Këto pemë mund të jetojnë për një kohë të gjatë, janë rezistente ndaj ndotjes, kështu që shpesh mbjellen në qytete përgjatë rrugëve si dhe në parqe.
Ο Πλάτανος είναι γένος ιθαγενών δέντρων του βορείου ημισφαιρίου. Οι υποκατηγορίες του είδους αυτού ανήκουν στην οικογένεια των Πλατανοειδών.
Πρόκειται για μεγάλα δέντρα, με ύψος που κυμαίνεται από 30 έως 50 μέτρα, φυλλοβόλα (εκτός από το είδος P. kerrii) και συναντώνται στις όχθες ποταμών και γενικά σε υγροτόπους και τοποθεσίες όπου υπάρχει νερό, μπορούν όμως να επιβιώσουν και στην ξηρασία. Το υβριδικό είδος πλάτανος του Λονδίνου προσαρμόζεται χωρίς προβλήματα σε αστικό περιβάλλον, αλλά και γενικά τα περισσότερα είδη.
Στην Ευρώπη είναι γνωστός με το όνομα πλάτανος, ενώ στη Βόρεια Αμερική με το όνομα συκομουριά. (Εκτός Βόρειας Αμερικής το όνομα "συκομουριά" αναφέρεται είτε στο είδος φίκου (Ficus sycomorus) είτε στο είδος Great ή Sycamore Maple (Acer pseudoplatanus)).
Καθώς τα άνθη ωριμάζουν, μετατρέπονται σε σφαιρικούς καρπούς, ενώ 3 έως 7 τριχωτά σέπαλα μετακινούνται στη βάση τους. Τα πέταλα είναι συνήθως 3 έως 7. Τα αρσενικά άνθη είναι ξεχωριστά από τα θηλυκά, αλλά πάνω στο ίδιο φυτό (μόνοικα). Ο αριθμός των ανθέων που βρίσκονται σε ένα σύμπλεγμα ενός συγκεκριμένου δέντρου (ταξιανθία) χαρακτηρίζει και το είδος του (βλ. παρακάτω πίνακα). Το αρσενικό άνθος έχει 3 έως 8 στήμονες, ενώ το θηλυκό έχει ωοθήκες με 3 έως 7 υπέρους. Ο πλάτανος επικονιάζεται με τον άνεμο. Τα πέταλα των αρσενικών ανθέων πέφτουν και έτσι απελευθερώνεται η γύρη.
Μετά τη γονιμοποίηση, τα θηλυκά άνθη μετατρέπονται σε αχαίνια, τα οποία θα σχηματίσουν τον σφαιρικό καρπό. Συνήθως, ο πυρήνας της σφαίρας έχει διάμετρο ενός εκατοστού, ενώ με ξεφλούδισμα έχει διάμετρο ενός χιλιοστομέτρου, διακριτός με γυμνό μάτι. Ο καρπός έχει διάμετρο 2,5 έως 4 εκατοστά και περιέχει αρκετές εκατοντάδες αχαίνια, καθένα από τα οποία είναι κωνικό και βρίσκεται στην επιφάνεια του καρπού. Σε κάθε αχαίνιο υπάρχουν πολλές λεπτές ίνες με κιτρινοπράσινο χρώμα. Αυτές οι ίνες βοηθούν τον καρπό να μεταφέρεται μακριά από το δέντρο, όπως συμβαίνει και στην πικραλίδα.
Στα νεαρά δένδρα ο κορμός μπορεί να αποφλοιωθεί εύκολα σε φλοιούς ακανόνιστου σχήματος. Η ευκολία στην αποφλοίωση αυτή οφείλεται στις μεγάλες ποσότητες νερού που βρίσκονται στο εσωτερικό του κορμού. Αντίθετα, ο κορμός των ηλικιωμένων δέντρων δύσκολα μπορεί να αποφλοιωθεί, αλλά μπορεί εύκολα να σπάσει, λόγω της απουσίας νερού στο εσωτερικό του.
Πολλές παραδόσεις του Παλαιού Κόσμου έχουν συνδεθεί με το είδος ανατολικός πλάτανος.
Στην Ελλάδα, ο πλάτανος είναι επίσης συνδεδεμένος με πολλές παραδόσεις ενώ μεγάλα μακρόβια πλατάνια έχουν μείνει ονομαστά στα πέρατα του χρόνου. Ένα παράδειγμα αποτελεί ο πλάτανος του Ιπποκράτη στην Κω, όπου, με τη συλλογή φύλλων του μαζί με σκόρδο, κυδώνι, σταφύλι και ρόδι δημιουργείται μια αρμαθιά που λέγεται αρκιχρονιά, έθιμο τελούμενο κάθε 1η Σεπτεμβρίου, αρχή του εκκλησιαστικού έτους. Παραδείγματα αποτελούν επίσης ο πλάτανος της μονής του Αγίου Γερασίμου στην Κεφαλλονιά, από τον οποίο οι προσκυνητές παίρνουν φύλλα για φυλακτό και ο πλάτανος δίπλα στο ιστορικό γεφύρι της Άρτας, όπου λέγεται ότι ο Αλή Πασάς κρεμούσε από τα κλαδιά του τους χριστιανούς. Πολλά χωριά και τοποθεσίες οφείλουν τα ονόματά τους στο δέντρο αυτό, όπως Πλατανόβρυση, Πλατάνα, Πλατανάκια, Πλάτανος, Πλατάνι και άλλα. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ο Δίας και η Ήρα παντρεύτηκαν κάτω από ένα πλάτανο κοντά στη Κνωσσό.
Υπάρχουν δύο υποείδη, το Castaneophyllum, που περιλαμβάνει το είδος P. kerrii, και το Platanus, που περιλαμβάνει όλα τα υπόλοιπα. Πρόσφατες μελέτες στο Μεξικό[1] έχουν προσθέσει νέα υποείδη στο είδος αυτό. Μελέτες στα γενετικά στοιχεία του υποείδους Platanus, έχουν δείξει ότι το είδος P. racemosa έχει μεγαλύτερη συγγένεια με το είδος ανατολικός πλάτανος απ’ ό,τι με τα υπόλοιπα είδη της Βόρειας Αμερικής[2]. Έχουν βρεθεί απολιθώματα πλατάνων ηλικίας 115 εκατομμυρίων χρόνων (Κάτω Κρητιδικό). Εκτός από τη γεωγραφική διάκριση μεταξύ Βόρειας Αμερικής και Ευρώπης, έχουν δημιουργηθεί υβριδικά είδη, όπως ο πλάτανος του Λονδίνου.
Υπάρχουν έντεκα είδη πλατάνων στον κόσμο:
Στον πλάτανο μπορεί να προκληθεί η ασθένεια Plane Anthracnose (Apiognomonia veneta), μια ασθένεια που οφείλεται σε μύκητες που μπορούν να καταστρέψουν τα φύλλα μέσα σε λίγα χρόνια. Η ασθένεια αυτή μπορεί να εκδηλωθεί λόγω του κρύου ή του υγρού ανοιξιάτικου καιρού. Το είδος P. occidentalis και τα άλλα είδη της Αμερικής είναι τα πιο ευάλωτα, ενώ ο ανατολικός πλάτανος είναι το πιο ανθεκτικό είδος. Ο υβριδικός πλάτανος του Λονδίνου έχει μέτρια αντοχή. Άλλη ασθένεια που μπορεί να προσβάλει τον πλάτανο είναι ο περονόσπορος, αλλά σπανιότερα. Ο πλάτανος μπορεί επίσης να προσβληθεί από τις προνύμφες των λεπιδόπτερων.
Ο Πλάτανος είναι γένος ιθαγενών δέντρων του βορείου ημισφαιρίου. Οι υποκατηγορίες του είδους αυτού ανήκουν στην οικογένεια των Πλατανοειδών.
Πρόκειται για μεγάλα δέντρα, με ύψος που κυμαίνεται από 30 έως 50 μέτρα, φυλλοβόλα (εκτός από το είδος P. kerrii) και συναντώνται στις όχθες ποταμών και γενικά σε υγροτόπους και τοποθεσίες όπου υπάρχει νερό, μπορούν όμως να επιβιώσουν και στην ξηρασία. Το υβριδικό είδος πλάτανος του Λονδίνου προσαρμόζεται χωρίς προβλήματα σε αστικό περιβάλλον, αλλά και γενικά τα περισσότερα είδη.
Στην Ευρώπη είναι γνωστός με το όνομα πλάτανος, ενώ στη Βόρεια Αμερική με το όνομα συκομουριά. (Εκτός Βόρειας Αμερικής το όνομα "συκομουριά" αναφέρεται είτε στο είδος φίκου (Ficus sycomorus) είτε στο είδος Great ή Sycamore Maple (Acer pseudoplatanus)).
Чынар (лат. Platanus, L. 1753) — чынарлар тукумундагы өсүмдүк. Калың шактуу, бийик, жалбырак күбүмө дарак. Сөңгөгү чоң (бийиктиги 50 м, жоондугу 18 м). Манжадай айчыктуу, узун саптуу жалбырактары кезектешип жайгашкан. Гүлү майда, бир жыныстуу, гүл коргону 3—4 мүчөлүү, калың башча топ гүлгө чогулган. Мөмөсү — жаңгакча. 10дой түрү Түштүк Америкада жана Жер Ортолук деңизден Инди-Кытайга чейин таралган. Чынар тез өсүп, 200 жылга чейин жашайт. Кыргызстанда 2 түрү жылуу райондордо кооздук үчүн өстүрүлөт.
Чынар (лат. Platanus, L. 1753) — чынарлар тукумундагы өсүмдүк. Калың шактуу, бийик, жалбырак күбүмө дарак. Сөңгөгү чоң (бийиктиги 50 м, жоондугу 18 м). Манжадай айчыктуу, узун саптуу жалбырактары кезектешип жайгашкан. Гүлү майда, бир жыныстуу, гүл коргону 3—4 мүчөлүү, калың башча топ гүлгө чогулган. Мөмөсү — жаңгакча. 10дой түрү Түштүк Америкада жана Жер Ортолук деңизден Инди-Кытайга чейин таралган. Чынар тез өсүп, 200 жылга чейин жашайт. Кыргызстанда 2 түрү жылуу райондордо кооздук үчүн өстүрүлөт.