Η Στεατόρνις (ορθότερα ο Στεατόρνις) [i] είναι νυκτόβιο, σπηλαιόβιο πτηνό της οικογενείας των Στεατορνιθιδών, που απαντάται σε περιοχές της Κ. και Ν. Αμερικής. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Steatornis caripensis και δεν περιλαμβάνει υποείδη. [1][2]
Η επιστημονική ονομασία του γένους Steatornis «στεατόρνις»", είναι αντιδάνειος όρος με ελληνική ρίζα και αποτελείται από τα συνθετικά στέαρ «λίπος» + όρνις «πτηνό», με σαφή αναφορά στο λίπος που αποθηκεύεται στο σώμα του πτηνού. [4] Την ίδια σημασία έχει και η αγγλική ονομασία του πτηνού, oilbird.
Ο όρος caripensis στην επιστημονική ονομασία του είδους, προέρχεται από την ορεινή περιοχή Καρίπε της Βενεζουέλας, από όπου περιγράφηκε.
Η στεατόρνις αποκαλείται στις περιοχές εξάπλωσής της, με την ευρύτατα διαδεδομένη ονομασία γκουάτσαρο (guácharo) [6]. Μάλιστα, ο τόπος της αρχικής περιγραφής του είδους (locus classicus) έχει πάρει την ονομασία του από αυτή την ισπανική λέξη (βλ. Γεωγραφική εξάπλωση). Άλλες ισπανικές ονομασίες είναι ave de las cavernas «πουλί των σπηλαίων» και pájaro aceitoso «λαδοπούλι». [7] Στο Τρινιντάντ αποκαλείται και diablotin «μικρός διάβολος», πιθανότατα λόγω των χαρακτηριστικών υψίσυχνων καλεσμάτων του (βλ. Φωνή).
Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Γερμανό γεωγράφο και φυσιοδίφη Α. Χούμπολντ (Alexander von Humboldt, 1769-1859), το 1817, από την περιοχή Καρίπε, (locus classicus) της Βενεζουέλας, με την σημερινή του ονομασία. [8]
Η ταξινομική της οικογένειας είναι αρκετά ξεκάθαρη, δεδομένου ότι οι στεατόρνεις είναι οπωροφάγα και όχι εντομοφάγα πτηνά όπως τα υπόλοιπα Αιγοθηλόμορφα. Ωστόσο, το ηθολογικό αυτό στοιχείο «πυροδότησε» διαφωνίες για την θέση της οικογενείας, με κάποιους ερευνητές να θεωρούν ότι πρέπει να «περάσει» όχι μόνον στην υπερτάξη Κυψελόμορφα (Cypselomorphae), αλλά και να δημιουργηθεί ξεχωριστή τάξη για την οικογένεια. Από αυτά έγινε αποδεκτή μόνον η πρώτη πρόταση και η οικογένεια παραμένει στα Αιγοθηλόμορφα, με την θεωρία ότι υπήρξε πρώιμος φυλογενετικός διαχωρισμός με κοντινότερα taxa τις οικογένειες Νυκτιβιίδες (Nyctibiidae) και Αιγοθηλίδες (Caprimulgidae). [9]
Οι στεατόρνεις απαντώνται σε εξειδικευμένα οικοσυστήματα, αρκετών περιοχών της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής, αλλά σε σχετικά «στενή» ζώνη γωγραφικών πλατών, ενδημικές στην νεοτροπική οικοζώνη.
Το locus classicus του είδους, δηλαδή η περιοχή στην οποία πρωτοπεριγράφηκε από τον Χούμπολντ, βρίσκεται στην ορεινή περιοχή Καρίπε της Βενεζουέλας. Εκείνη την εποχή, στις αρχές του 1800, οι ιθαγενείς εκμεταλλεύονταν το λίπος που αποθηκεύεται στο σώμα του πτηνού, από άτομα που παγίδευαν σε ένα πολύ μεγάλο σπήλαιο της περιοχής, περίπου 12 χιλιόμετρα από την ομώνυμη πόλη Καρίπε. Ενάμιση αιώνα, αργότερα, το συγκεκριμένο σπήλαιο πήρε την ονομασία του πτηνού καθώς και ολόκληρη η περιοχή, η οποία ανακηρύχθηκε Εθνικό Πάρκο (Cueva del Guácharo και Cueva del Guácharo National Park, αντίστοιχα). [10]
Οι στεατόρνεις απαντώνται σε ανάλογα σπηλαιώδη οικοσυστήματα και σε άλλες χώρες, πλην της Βενεζουέλας, τις εξής: Κόστα Ρίκα (;), Παναμάς, Αρούμπα, Κολομβία, Εκουαδόρ, Βολιβία, Περού, Β. Βραζιλία, Γουιάνα, Σουρινάμ (;) και Τρινιντάντ (από το Τρινιντάντ και Τομπάγκο). Ωστόσο, η κατανομή του πτηνού σε αυτές τις περιοχές, ως εκ της φύσης των ενδιαιτημάτων του, είναι εξαιρετικά περιορισμένη (βλ. και Κατάσταση πληθυσμού). [11][12]
Οι στεατόρνεις είναι σπηλαιόβια πτηνά των ορεινών, τροπικών και υποτροπικών δασικών οικοσυστημάτων, στις περιοχές εξάπλωσής τους. Επειδή η παρουσία των σπηλαίων είναι απαραίτητη για το είδος, η εξάπλωσή τους περιορίζεται αποκλειστικά σε περιοχές με τα συγκεκριμένα ενδιαιτήματα. Παρόλο που είναι -αναγκαστικά- καθιστικό είδος, εντούτοις παρατηρούνται μικρές τοπικές μετακινήσεις, ιδιαίτερα μετά την αναπαραγωγική περίοδο, από το επίπεδο της θαλάσσης μέχρι τα 3.400 μ. Επίσης, απαραίτητη είναι η παρουσία ομαλών πεδινών εκτάσεων στην περιοχή των σπηλαίων για την αναζήτηση της τροφής του. [13].
Η στεατόρνις είναι σχετικά μεγάλου μεγέθους αιγοθηλόμορφο, με κυρίως κοκκινωπό-καφέ πτέρωμα και λευκά στίγματα στον αυχένα και τις πτέρυγες. Η κάτω επιφάνεια του σώματος έχει χρώμα κανελί-κιτρινωπό και είναι διάστικτη από λευκά στίγματα. Τα πηδαλιώδη, δύσκαμπτα φτερά της ουράς είναι καφέ, με λευκά περιθώρια και στις δύο πλευρές. Τα πόδια είναι μικρά και δεν χρησιμοποιούνται πολύ, εκτός από την προσκόλληση σε κάθετες επιφάνειες. Οι μακριές πτέρυγες καθιστούν το πτηνό ικανό να αιωρείται (hovering) και να ελίσσεται κατά την πτήση, μέσα από τις ζώνες περιορισμένης πρόσβασης στα σπήλαια όπου διαβιοί. Το ράμφος είναι γαμψό στο άκρο του, ενώ το μεγάλο στοματικό άνοιγμα περιβάλλεται από χαρακτηριστικές σμήριγγες, που μπορούν να φθάσουν τα 5 εκατοστά.
Οι καρποί που προτιμούν είναι εκείνοι των, πλουσίων σε φυτικά έλαια, οικογενειών Palmae, Burseraceae και Lauraceae των περιοχών όπου απαντώνται. Από μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στο Τρινιντάντ, το Εκουαδόρ και την Βενεζουέλα, το 90% των καρπών που συλλέγονται προέρχονται από τα εξής είδη: Nectandra membranacea, Ocotea floribunda, Persea coerulea, Phoebe cinammomifolia (Lauraceae) Euterpe precatoria, Genome densa Prestoea acuminata (Palmae) και Dacryodes trinitensis (Burseraceae). [15] [16][17]
Το έλαιο βρίσκεται στο εξαιρετικά συμπαγές περικάρπιο, που περιέχει και πρωτεΐνες. Οι καρποί καταπίνονται ολόκληροι και τα σπέρματα εμέσσονται αργότερα. Πιθανότατα, έχουν ανεπτυγμένη την αίσθηση της όσφρησης και ξεχωρίζουν τους καρπούς που τους ενδιαφέρουν, αν και οι καρποί των Palmae είναι άοσμοι και εντοπίζονται με την όραση.
Η συλλογή των καρπών, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, πραγματοποιείται εν πτήσει, χωρίς το πουλί να χρειαστεί να «προσγειωθεί» στα κλαδιά των δένδρων.
Οι στεατόρνιθες είναι αποκλειστικά νυκτόβια πτηνά, που αναπαύονται σε σπηλαιώδη ενδιαιτήματα κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενώ βγαίνουν την νύκτα προς αναζήτηση τροφής. Κουρνιάζουν σε οριζόντια, καθιστή/ξαπλωτή στάση όπως το γιδοβύζι, με το κεφάλι σε χαμηλότερο επίπεδο από την ουρά, ενώ όταν αναζητούν τροφή κάθονται στα γυμνά μέρη των κλαδιών των δένδρων. Τα πόδια τους είναι τόσο αδύναμα που, ακόμη και για μικρές αποστάσεις, προτιμούν να πετάξουν αντί να περπατήσουν. Όταν βγαίνουν για αναζήτηση τροφής, η συνήθης ακτίνα δράσης είναι τα 40 χλμ,, αλλά κάποια άτομα μπορεί να απομακρυνθούν μέχρι και 120 χλμ. από τις θέσεις κουρνιάσματος. [18][19]
Η πτήση τους είναι σχετικά αργή (20-25 χλμ/ώρα), αλλά η κατασκευή των πτερύγων είναι τέτοια, που τούς επιτρέπει σχετικά μεγάλη άντωση (lift). Αυτό είναι απαραίτητο ώστε να εξασφαλίζεται η παραμονή στον αέρα σε τόσο χαμηλές ταχύτητες, αλλά και όταν τα πουλιά έχουν αυξημένο βάρος μετά την σίτισή τους.
Για να το πετύχει αυτό, παράγει σειρά από χαρακτηριστικά, «σκληρά» κλικ που, πολλά από αυτά εκπέμπονται στην περιοχή του ακουστικού φάσματος του ανθρώπου (περίπου 2-7 KH), γι’ αυτό γίνονται αντιληπτά από τους παρατηρητές-ακροατές. Αυτά τα φωνήματα αρθρώνονται ενστικτωδώς, μόλις το πτηνό εισέλθει σε κάποιο σπήλαιο ή χώρο με αμυδρό φως.
Επίσης, όταν μπαίνουν στα σπήλαια, αλλά και όταν προετοιμάζονται να βγούν από αυτά, αργά το σούρουπο, ακούγονται χαρακτηριστικά τραχέα «κακαρίσματα». Όταν βρίσκονται σε εγρήγορση ή ανησυχία παράγουν κακόφωνες κραυγές και γρυλισμούς, ενώ δεν φαίνεται να αρθρώνουν κάποιο «μελωδικό» φώνημα, πιθανόν περιττό στα ενδιαιτήματά τους. [21]
Η περίοδος αναπαραγωγής μπορεί να μην έχει κάποια ιδιαίτερη εποχή, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, όμως, συμπίπτει με την αυξημένη καρποφορία των δένδρων. [22] Γενικά, είναι πολύ δύσκολο να μελετηθεί η αναπαραγωγική συμπεριφορά του πτηνού, λόγω της απουσίας φωτός και των αυξημένων αναθυμιάσεων από τα περιττώματα κάτω από τις φωλιές.
Οι στεατόρνεις φωλιάζουν κατά αποικίες σε σπήλαια. Είναι μονογαμικά πτηνά και τα ζευγάρια μένουν μαζί για πολλές αναπαραγωγικές περιόδους μερικά, μάλιστα, επιστρέφουν ακόμη και στην ίδια φωλιά. Η φωλιά τους δεν είναι παρά ένας σωρός από εμέσματα ή περιττώματα (γκουανό) που σκληραίνουν στον αέρα, σε κάποιο βραχώδες γείσο, σε απόσταση 4-30 μέτρων από το δάπεδο, συνήθως κοντά στην οροφή του σπηλαίου. Έχουν διαστάσεις 20 Χ 45 εκατοστά σε ύψος και 25 Χ 38 εκ. σε πλάτος, περίπου. Επαναχρησιμοποιούνται κάθε έτος και μεγαλώνουν σε ύψος, λόγω της αύξησης του υλικού εναπόθεσης. [23]
Η γέννα αποτελείται από 2-4 γυαλιστερά λευκά αβγά που, γρήγορα, χρωματίζονται καφέ από τα περιττώματα, διαστάσεων 41,2 Χ 33,2 χιλιοστών. Η επώαση ξεκινάει μετά την εναπόθεση του 1ου αβγού, πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα και διαρκεί 32-35 ημέρες.
Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι (altricial), δηλαδή γεννιούνται γυμνοί, τυφλοί και με πολύ αραιό χνούδι, με χαρακτηριστικό οδόντα ράμφους και έχουν εξαιρετικά βραδύ ρυθμό ανάπτυξης. Το αρχικό αραιό χνούδι, αντικαθίσταται σταδιακά με το πρώτο πτέρωμα, μετά από 3 εβδομάδες, περίπου. Ενδιάμεση έκδυση (moulting) δεν υφίσταται και το κανονικό πτέρωμα εμφανίζεται στις 5 εβδομάδες. Στην αρχή σιτίζονται με μισοχωνεμένο πολτό και, σε 2 εβδομάδες, με μισοχωνεμένους ολόκληρους καρπούς. [24]
Οι στεατόρνεις είναι από εκείνα τα είδη της ορνιθοπανίδας, τα οποία υπέστησαν σοβαρότατη πίεση από την ανθρώπινη εκμετάλλευση, έως το σημείο να απειληθεί η ύπαρξή τους. Αυτό γινόταν σε όλη την Ν. Αμερική, κυρίως όμως στο Περού, την Βενεζουέλα, το Εκουαδόρ και το Τρινιντάντ. Η εύκολη πρόσβαση στα σπήλαια, καθώς και η ανυπαρξία προσταστευτικών μέτρων εκ μέρους των πτηνών, οδήγησε στην εξόντωση μεγάλου μέρους των πληθυσμών τους, ιδιαίτερα των νεοσσών που, από τη φύση τους, συσσώρευαν λίπος, περισσότερο ακόμη και από τους γονείς τους. Οι απώλειες θα είχαν υπάρξει πολύ μεγαλύτερες, εάν το περιβάλλον μέσα στο οποίο φωλιάζουν τα πτηνά, δεν ήταν τόσο ανθυγιεινό (μεγάλες εκκρίσεις περιττωμάτων, με αυξημένο κίνδυνο από αναθυμιάσεις εκλυομένων αερίων).
Το λίπος -των νεοσσών κυρίως-, εξαγόταν με βράσιμο των πουλιών και χρησιμοποιείτο ευρέως στο μαγείρεμα και τον φωτισμό, επειδή είναι άοσμο και διατηρείται για αρκετό χρονικό διάστημα.
To είδος, από τότε που ανακηρύχθηκε προστατευόμενο, έπαψε -τουλάχιστον θεωρητικά- να απειλείται από την ανθρώπινη εκμετάλλευση και δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας από την IUCN. [26]
Το σπήλαιο από όπου πρωτοπεριγράφηκε το είδος, ανακηρύχθηκε -το πρώτο- εθνικό μνημείο της Βενεζουέλας και έδωσε το όνομά του σε ολόκληρο το πάρκο (Cueva del Guácharo National Park), αποτελώντας το κεντρικό θέμα του. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις μπορεί να υπάρχουν 15.000 ή περισσότερα πτηνά που ζουν εκεί.
Αλλά και η Κολομβία έχει επίσης ένα εθνικό πάρκο με το ίδιο όνομα, κοντά στα νότια σύνορα με τον Ισημερινό. Στεατόρνεις έχουν αναφερθεί σε διάφορα άλλα σημεία κατά μήκος της οροσειράς των Άνδεων, συμπεριλαμβανομένου του Cueva de los Tayos κοντά στο Εκουαδόρ και τη Βραζιλία. Επίσης, είναι γνωστό ότι υπάρχουν και στον μακρινό νότο, στο Εθνικό Πάρκο Carrasco στη Βολιβία. Το σπήλαιο Ντάνστον (Dunston) στο Τρινιντάντ, φιλοξενεί 200 ζεύγη, περίπου.
i. ^ Εκ της ετυμολογίας (sensu stricto) του όρου (βλ. Ονοματολογία), καθώς και από την επίσημη βιβλιογραφία, το γένος είναι αρσενικό, ως εκ τούτου η ορθότερη απόδοση είναι ο στεατόρνις [αντιστ. ο όρνις (πρβλ. Οι Όρνιθες -όχι Αι Όρνιθες- του Αριστοφάνη)]. Ωστόσο, έχει επικρατήσει η νεοελληνική απόδοση με το θηλυκό άρθρο η. [27][28]
ii. ^ Ο όρος στεατόρνιθα είναι προτιμητέο να αποφεύγεται, επειδή παράγεται από τον πρωτότυπο όρο όρνις, με παρέκταση του θέματος μέσω του θ, η δε σημασία της είναι πολύ μεταγενέστερη και η κατάληξη -όρνιθα , παραπέμπει στην οικιακή κότα.
Η Στεατόρνις (ορθότερα ο Στεατόρνις) είναι νυκτόβιο, σπηλαιόβιο πτηνό της οικογενείας των Στεατορνιθιδών, που απαντάται σε περιοχές της Κ. και Ν. Αμερικής. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Steatornis caripensis και δεν περιλαμβάνει υποείδη.
Η στεατόρνις είναι το μοναδικό νυκτόβιο πτηνό -χωρίς απώλεια πτητικής ικανότητας- που τρέφεται με καρπούς. Υπέστη μεγάλες απώλειες των πληθυσμών του λόγω της θήρευσης από τον άνθρωπο, για εκμετάλλευση του λίπους που παράγεται και αποθηκεύεται στο σώμα της (βλ. Εκμετάλλευση από τον άνθρωπο).